Follow Us:

RSS

ΑΛΜΥΡΟ ΦΙΣΤΙΚΙ


ΤΟ ΑΛΜΥΡΟ ΦΙΣΤΙΚΙ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕ ΣΕ ΝΕΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ.



ALMIRO FISTIKI HAS MOVED TO A NEW DOMAIN.



ALMIROFISTIKI.GR!


Launching
comeback
launchpad
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γνωρίζετε ότι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γνωρίζετε ότι.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Μαρτίου 2017

Από που προέρχεται η λέξη «μπανιστήρι»;

Ιταλική λέξη; Αμ δε…
Και αυτή έχει ελληνική καταγωγή. Πρόκειται για αντιδάνειο.
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη…
βαλανείον, που ήταν δωμάτιο λουτρού ή λουτήρας, μετανάστευσε στη Ρώμη ως bal(i)neum.
Οι Ιταλοί κληρονόμησαν τη λατινική λέξη και την έκαναν bagno, για να έρθει στα ελληνικά ως μπάνιο.
Στην ίδια οικογένεια λέξεω ανήκει η μπανιέρα και το μπανιερό (= παλιότερη λέξη για το μαγιό). Από το μπάνιο σχηματίστηκαν επίσης το ρήμα μπανίζω και το παράγωγό του μπανιστήρι, επειδή παλαιότερα, πριν καθιερωθούν τα μεικτά μπάνια στη θάλασσα, οι άνδρες κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν.
*Μέσα από το βιβλίο «Αντιδάνεια» της Άννας Ιορδανίδου.

272759_psaltis70.jpg

ΠΗΓΗ


25 Ιανουαρίου 2014

Fwd: Σπορ των Ελλήνων

Σπορ των Ελλήνων

Πέθαναν μεταξύ του 500 και 332  π. Χ.Σπορ των Ελλήνων

Πυθαγόρας 500 π.Χ. ετών 80 στην εξορία από πείνα

Μιλτιάδης 489 π.Χ. ετών 65 στη φυλακή

Αριστείδης 468 π.Χ. ετών 72 στην εξορία από πείνα

Θεμιστοκλής 461 π.Χ. ετών 66 στην εξορία

Αισχύλος 456 π.Χ ετών 69 παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας

Φειδίας 429 π.Χ. ετών 66 στη φυλακή

Αναξαγόρας 428 π.Χ. ετών 72 στην εξορία

Ηρόδοτος 429 π.Χ. ετών 59 στην εξορία

Ικτίνος 420 π.Χ. ετών 59 στην εξορία

Σοφοκλής 406 π.Χ. ετών 90 στην εξορία από πείνα

Ευριπίδης 406 π.Χ. ετών 74 στην εξορία

Αλκιβιάδης 404 π.Χ. ετών 48 στην εξορία

Σωκράτης 399 π.Χ. ετών 71 ήπιε το κώνειο

Θουκυδίδης 396 π.Χ. ετών 64 στην εξορία

Αριστοφάνης 385 π.Χ. ετών 61 στην εξορία από πείνα

Πλάτων 347 π.Χ. ετών 80 στην εξορία

Ισοκράτης 338 π.Χ. ετών 99 στην εξορία

Δημοσθένης 322 π.Χ. ετών 62 ήπιε δηλητήριο

Αιτία θανάτου το γνωστό σπορ των Ελλήνων:

φθόνος, αχαριστία, διχόνοια.

 

Άρα το DNA μας δεν αλλάζει με τίποτα

και ο κατάλογος δεν συμπεριλαμβάνει και τους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.

Αυτά φιλοι μου.

 

10 Οκτωβρίου 2012

Πως να χειριστεί κανείς μια συνηθισμένη μικρό-πυρκαϊα

pan_fire

Διαβάστε και μετά παρακολουθήστε το video

 
Ίσως κανείς δεν έχει συνειδητοποιήσει την δύναμη κατάσβεσης που έχει ένα βρεγμένο πανί !
Αυτό το συναρπαστικό video δείχνει πως να χειριστεί κανείς μια συνηθισμένη μικρό-πυρκαγιά όπως το λάδι στο τηγάνι !
Αυτό είναι μέρος της εκπαίδευσης πυροσβεστών όπου ο εκπαιδευτής φορά την κατάλληλη στολή και χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι μήκους 3,00m στην άκρη του οποίου υπάρχει δοχείο με νερό 1,5lit, χύνει το νερό στη φωτιά.
το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και τραβά την προσοχή των σπουδαστών.
Επειδή το νερό είναι βαρύτερο από το λάδι, φθάνοντας στον πυθμένα του αναμμένου σκεύους, ατμοποιείται στιγμιαία.
Η εκρηκτικη δύναμη του ατμού εκτινάσσει το αναμμένο λάδι πάνω και έξω από το σκεύος.
Κατά την εκτόνωση δημιουργείται μια πύρινη σφαίρα σε ύψος 11 m που μοιάζει με πυρηνικό μανιτάρι.
Μέσα στο δωμάτιο της κουζίνας, η πύρινη σφαίρα χτυπά στο ταβάνι και η φωτιά απλώνεται άμεσα σε όλο το δωμάτιο.
Επίσης : ποτέ μην πετάτε ζάχαρη ή αλεύρι σε αναμμένο λάδι. Ένα φλιτζάνι από τα παραπάνω έχει την εκρηκτική δύναμη δυο ράβδων δυναμίτη!

6 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΕΤΑΙ "ΚΑΘΕ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ ΤΟΥ";

katergaris1969Γιατί πρέπει να κάθεται "κάθε κατεργάρης στον πάγκο του";  Από που προέρχεται η φράση "Μάλλιασε η γλώσσα μου";  Γιατί στους πολυλογάδες λέμε:  "τουμπεκί ψιλοκομμένο";  Ποια ήταν η Μιχαλού που όλοι της χρωστάνε;  Πως "μπήκαν οι ψύλλοι στα αυτιά μας";  Τι δουλειά έχουν οι κουτσοί και οι στραβοί τον άγιο Παντελεήμονα; Τι μας νοιάζει αν η αχλάδα έχει την ουρά μπροστά ή πίσω;  Ποιος ήταν ο Κουτρούλης που έκανε τέτοιο πάταγο με το γάμο του;   Ποιος Γιάννης πίνει και κερνάει; 


ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς»

ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα

ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές

ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ
Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο.
Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί

ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ
Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε :  "του έφυγε το καφάσι", δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :"μου έφυγε το καφάσι" , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα

ΤΟΥΜΠΕΚΙ
"Τουμπεκί " λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής.
Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι "ταμπήδες" των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: "κάνε τουμπεκί ".
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η "πάρλα", οι φλυαρίες.
Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το "μαρκούτσι" του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν:  "Κάνε τουμπεκί", δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς.
Τώρα για το " ψιλοκομμένο " τουμπεκί, ήταν η τέχνη του "ταμπή" να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

ΚΑΘΕ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟ ΤΟΥ
Το κάτεργο ήταν ιστιοφόρο πολεμικό ή πειρατικό πλοίο, με δυο ή τρεις σειρές κουπιών (αργότερα παροπλισμένο και αχρηστευμένο πολεμικό σκάφος, άλλοτε μόνιμα ελλιμενισμένο που χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων, κι άλλοτε ως πλωτός στρατώνας),
επίσης η φυλακή και οι σκληρές καταναγκαστικές εργασίες των φυλακισμένων.
Έτσι, στα μεσαιωνικά χρόνια που χρησιμοποιήθηκαν τα πλοία αυτά, «κατεργάρης» σήμαινε «κωπηλάτης σε κάτεργο», δηλαδή άνθρωπος που αποτελούσε το πλήρωμα αυτής της πλωτής φυλακής, κατάδικος συνήθως, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις απλά ο άνθρωπος που δούλευε σε κάτεργο.
Όταν έπεφτε ο αέρας, αλλά το πλοίο έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, η εντολή που ακουγόταν ήταν: «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», δηλαδή κάθε κρατούμενος να καθίσει στη θέση του, στους ξύλινους πάγκους του πλοίου, και να πιάσει τα κουπιά.
Σήμερα βέβαια που δεν υπάρχουν αυτές οι πλωτές φυλακές, η φράση διατηρείται αλλά με άλλη σημασία και δηλώνει την επαναφορά στην αρχική τάξη και στην εργασία μετά από διακοπή ή διάλειμμα.
Πάντως και η λέξη «κατεργάρης» υπέστη νοηματική …μετάλλαξη.
Από εργαζόμενος σε κάτεργο μετέπεσε στην έννοια του "πονηρού", του "καταφερτζή", ώσπου πια σήμερα δεν έχει απόλυτα αρνητική σημασία (όπως και η λέξη π.χ. μπαγάσας).
Συνήθως οι χαρακτηρισμοί αυτοί [κατεργάρης, μπαγάσας κ.λπ.] σημαίνουν επιδοκιμασία, θαυμασμό για τις ικανότητες κάποιου - και περάσαμε και εδώ - από την αρχική ειρωνεία στην επιφυλακτικότητα και στην ανεκτικότητα και φτάσαμε λέγοντας τη λέξη "κατεργάρης" στην αποδοχή κάποιου για τις ικανότητές του

ΑΥΓΑ ΣΟΥ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΝ
Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή. Μια φορά το χρόνο, οιΡωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο- μ’ έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με… αυγά μελάτα! Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως. Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο - τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο - που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων - έμεινε η ερωτηματική φράση: «αυγά σου καθαρίζουνε;»

ΤΟΝ ΠΗΡΑΝ ΣΤΟ ΨΗΛΟ
Παρόλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό»

ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (υπόδουλος - τουρκ. raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του

ΤΟΝ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει

ΤΟΥ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΔΥΟ ΠΟΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙ
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».

ΤΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΨΥΛΟΙ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλ’ ένα «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά του ωτακουστή... ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά»

ΑΛΛΟΥ ΠΑΠΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». - Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά – Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!

ΑΛΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ ΚΙ ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ
Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια. Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ' αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Αυτό που κάνει όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι' αυτό και οι αρχαίοι είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς , επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας: «Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο»

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΑΔΑ ΣΟΥ ΘΑ ΠΑΣ
Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή

ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Πάντως οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Και να η ιστορία: Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ' αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά - σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του. Αυτό συμβαίνει και σε πάρα πολλές άλλες παροιμιώδεις εκφράσεις.

ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας. «Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τάς εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του. Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β'- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρι-νός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα- στον αυτοκράτορα. Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;». Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι' αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή

ΚΑΡΦΙ ΔΕΝ ΤΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους. Παρ όλ' αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ' όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους

ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ’εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν “Αχλάδα” τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η “Αχλάδα” έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: “Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά”, τι θα γίνει;

ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: “Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!”…Το “πράσσειν άλογα” λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση…Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος “πράττω” ή/και “πράσσω” (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το “πράττειν” ή/και “πράσσειν” και του “άλογο” που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό “λόγος”=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα

ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός – σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ’ όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης

ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν “τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι

ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)

ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ’ ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ’ ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ’ αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν’ αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»

ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝΕ, ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΦΤΙΣΑΝΕ
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία.
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε

ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα

ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε• φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «’Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης.
Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος.
Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν…ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα.
Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.
Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ’ το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Έτσι διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες.
Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης...
"και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα

ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε

ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ’ ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.
Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα

Από τη σελίδα του Kyros Manouskas στο facebook
μέσω του Θαλαμοφύλακα:
http://thalamofilakas.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5696.html
http://thalamofilakas.blogspot.gr/2012/09/blog-post_2.html

30 Μαΐου 2012

Τα Πρώτα στον Κόσμο

Η Πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή στον κόσμο (1975): Δημιουργήθηκε από τον μηχανικό της Kodak Steve Sasson001

In December 1975, Kodak engineer Steve Sasson invented something that would, decades later, revolutionize photography: the world’s first digital camera. It was the size of a toaster, and captured black and white images at a resolution of 100×100 - or 0.01 megapixels in today’s marketing terminology. The images were stored on cassette tape, taking 23 seconds to write. The camera uses an ADC from Motorola, a bog-standard (for the 1970s) lens from a Kodak movie camera, and a CCD chip from Fairchild Semiconductor - the same technology that digital cameras still use today. To playback the images, a special computer and tape reader setup (pictured below) was built, outputting the grainy images on a standard TV. It took a further 23 seconds to read each image from tape.

 

Το πρώτο Μοτέλ (1925): Motel InnWorld's First Motel

002

Motel Inn in San Luis Obispo, California, is the world’s first motel. It was built in 1925 by LA architect Arthur Heineman, who coined the term motel meaning "motor hotel." Motel Inn was originally called the Milestone Mo-Tel. Back then, one night stay was $1.25. Heineman couldn’t afford the trademark registration fee, so his competitors were able to use the word "motel." The motel is still in operation today.

 

Το Πρώτο εξώφυλλο Δίσκου στον κόσμο (1938): Smash Song Hits by Rodgers and Hart

003

Before Alex Steinweiss, then a 23-year-old designer, invented album covers in 1938 for Columbia Records, albums were sold in plain brown wrappers. The album "Smash Song Hits by Rodgers and Hart" was the very first album cover in the world.


Πρώτο μυθιστόρημα του Κόσμου (1007): Tale of Genji

004

More than a thousand years ago, on 1007, a Japanese court lady put the finishing touches on what is considered the world's first novel. Spanning 75 years, more than 350 characters, and brimming with romantic poems, the "Tale of Genji" tells the story of an emperor's son, his quest for love, and the many women he meets along the way. It is attributed to the Japanese noblewoman Murasaki Shikibu.

 

World's First Web Server and Web Site (1990): a NeXT computer at CERN

005Info.cern.ch was the address of the world's first-ever web site and web server, running on a NeXT computer at CERN. The first web page address was http://info.cern.ch/hypertext/WWW/TheProject.html, made by Tim Berners-Lee.

 

Η Πρώτη μοτοσικλέτα στον κόσμο (1885): Daimler's "riding car"

006

The First Motorcycle was designed and built by the German inventors Gottlieb Daimler and Wilhelm Maybach in Bad Cannstatt (Stuttgart) in 1885. It was essentially a motorised bicycle, although the inventors called their invention the Reitwagen ("riding car"). It was also the first petroleum-powered vehicle.

 

Η Πρώτη ακτινογραφία (1895): Röntgen's wife hand

007

In 1895 Wilhelm Conrad Röntgen, professor of physics the University of Wurburg in Germany, was doing experiments with electrical discharges in evacuated glass tubes. Late in 1895 Wilhelm Röntgen was alone at night doing his experiments, this time in the dark and noticed a glow was produced on the wall, which he knew was not caused by fluorescence or visible light. He named these new, unidentified rays 'X' or if you prefer; X-rays. After several months of playing with his discovery he noticed that objects place in the path of the rays cast shadows and created images on the wall. Soon after he used a photgraphic plate and had his wife, Frau Röntgen, place her hand in the path of the X-rays, creating the world's first X-ray picture. In 1901 Wilhelm Röntgen was awarded the very first Nobel Prize in Physics for this discovery.

 

Το Πρώτο ποντίκι για υπολογιστή στον κόσμο (1964): από τον Douglas Engelbart

008

The world's first computer mouse was made by Douglas Engelbart in 1964, it consisted of two gear-wheels positioned perpendicular to each other -- allowing movement on one axis. Ergonomic shape, great button placement -- and it's made of wood.

 

Ο Πρώτος ουρανοξύστης στον κόσμο (1885): Home Insurance Building in Chicago

009

Considered to be the first skyscraper in the world due to the building's unique architecture and unique weight bearing frame, the Home Insurance Building was built in 1885 in Chicago, Illinois and demolished in 1931 to make way for the Field Building (now the LaSalle National Bank Building). It was the first building to use structural steel in its frame, but the majority of its structure was composed of cast and wrought iron. It was the first tall building to be supported, both inside and outside, by a fireproof metal frame. It had 10 stories and rose to a height of 138 feet (42 m) high.

 

Το πρώτο Concept Car (1938): Buick Y-Job

010

Designed in 1938 by the famous General Motors designer Harley Earl, the Buick Y-Job is considered by most to be the first concept car. The car had power-operated hidden headlamps, "gunsight" hood ornament, wraparound bumpers, flush door handles, and prefigured styling cues used by Buick until the 1950s.

 

 

 

Το Πρώτο MP3 Player (1998): MPMan 32MB

011

Released in 1998, the Eiger Labs MPMan was the world's first MP3 player, boasting 32MB of internal memory -- expandable to 64MB. Available in F10 or F20 models, the latter boasting SmartMedia compatibility, this player set you back a mere $69 + shipping. It measures a slim 91 x 70 x 16.5 mm.]

 

 


Το πρώτο Σταυρόλεξο στο κόσμο (1913): Εφεύρεση του Arthur Wynne

012

In 1913, Arthur Wynne had the job of devising the weekly puzzle page for Fun, the eight-page comic section of the New York World, a major newspaper of the time. When he devised what he called a Word-cross for the Christmas edition, published on 21 December, he could have no idea that he would be starting a worldwide craze.

 

 

Ο Πρώτος μικροεπεξεργαστής (1971): Intel 4004013

In November, 1971, a company called Intel publicly introduced the world's first single chip microprocessor, the Intel 4004 (U.S. Patent #3,821,715), invented by Intel engineers Federico Faggin, Ted Hoff, and Stan Mazor. After the invention of integrated circuits revolutionized computer design, the only place to go was down -- in size that is. The Intel 4004 chip took the integrated circuit down one step further by placing all the parts that made a computer think (i.e. central processing unit, memory, input and output controls) on one small chip. Programming intelligence into inanimate objects had now become possible.

 

Το πρώτο περιοδικό στον κόσμο (1731): The Gentleman's Magazine

014

The Gentleman's Magazine, first published in 1731, in London, is considered to have been the first magazine. Edward Cave, who edited The Gentleman's Magazine under the pen name "Sylvanus Urban", was the first to use the term "magazine", on the analogy of a military storehouse of varied materiel, originally derived from the Arabic makazin "storehouses". It ceased publication in September, 1907.

 

Η Πρώτη φωτογραφία στον κόσμο (1826): "View from the Window at Le Gras"

015

Centuries of advances in chemistry and optics, including the invention of the camera obscura, set the stage for the world’s first photograph. In 1826, French scientist Joseph Nicéphore Niépce, took that photograph, titled View from the Window at Le Gras at his family’s country home. Niépce produced his photo—a view of a courtyard and outbuildings seen from the house’s upstairs window—by exposing a bitumen-coated plate in a camera obscura for several hours on his windowsill.

3 Οκτωβρίου 2011

Το πείραμα του Wörgl: Μια πρωτότυπη οικονομική ιδέα ή μια ιστορία σαν παραμύθι

Το Wörgl (Βεργκλ) ήταν μια μικρή πόλη 4.500 κατοίκων στην Αυστρία όπου διεξήχθη ένα καινοτόμο οικονομικό πείραμα το 1932. Ήδη η Ευρώπη είχε χτυπηθεί από το κραχ του 1929, και το 1931 που εκλέχτηκε Δήμαρχος ο Michael Untergüggenberger (Μίκαελ Ούντεργκέγκενμπέργκερ) ήδη είχε έλθει η ύφεση με 30% ανεργία, και 10% άπορους. Ο νέος Δήμαρχος προερχόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια, ο ίδιος κατόρθωσε να μορφωθεί μόνος του και να γίνει μηχανικός στους σιδηροδρόμους.
Αν και ο ίδιος δεν ήταν μαρξιστής, είχε συνδικαλιστική δράση και υποστήριζε τα συμφέροντα των εργαζομένων ενάντια των πλουσίων επενδυτών του σιδηροδρόμου, πράγμα που το πλήρωσε με την μη προσωπική του άνοδο στην ανώτερη ιεραρχία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος, πρακτικός, εργατικός, δραστήριος που κέρδισε την καρδιά των συμπολιτών του, οι οποίοι τον εμπιστεύτηκαν στη θέση του Δημάρχου, γνωρίζοντας ότι δεν θα τους προδώσει.

Ο νέος δήμαρχος είχε έναν μακρύ κατάλογο έργων που ήθελε να εκτελέσει. Έργα απολύτως απαραίτητα όπως η ύδρευση της πόλης, η ασφαλτόστρωση των δρόμων, ο οδικός φωτισμός και η φύτευση δέντρων κατά μήκος των οδών. Αλλά τα δημοτικά ταμεία ήταν σχεδόν άδεια, και οι δημότες ήταν ήδη σε δεινή οικονομική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας αρκετοί από αυτούς πρόβλημα επιβίωσης. Ο Δήμαρχος καταλάβαινε ότι μία αύξηση της φορολογίας τους, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα δημοτικά έργα, θα οδηγούσε σε περαιτέρω φτώχεια και ύφεση.

Ο Δήμαρχος όμως είχε μελετήσει το βιβλίο «Η Φυσική Τάξη» του οικονομολόγου Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ). Ο οποίος πίστευε ότι η αργή κυκλοφορία του χρήματος είναι η κύρια αιτία για την παραπαίουσα οικονομία. Το χρήμα ως μέσο συναλλαγής ολοένα εξαφανίζεται από τα χέρια των εργατών – παραγωγών και μαζεύεται στα χέρια των λίγων που το συσσωρεύουν, εκμεταλλεύονται τους τόκους, και δεν το επιστρέφουν πίσω στην αγορά. Κατ΄ αυτόν δηλαδή, όσο περισσότερο χρήμα είχαν, όσο περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι το κυκλοφορούν συνεχώς, τότε η Κοινωνία θα έχει υγιή ανάπτυξη και ευημερία.


Μια μεγάλη απόφαση

Ο Δήμαρχος βάζοντας σε εφαρμογή την παραπάνω θεωρία, ξεκίνησε το πρόγραμμα των Δημοτικών του έργων, δίνοντας δουλειά σε πολλούς εργαζόμενους και εργολάβους, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι η πληρωμή τους θα γινόταν με σελίνια (το νόμισμα της Αυστρίας) όχι εκτυπωμένα από την Εθνική Τράπεζα της, αλλά από τον Δήμο του Wörgl. Όντως εκτυπώθηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία 32.000 σελίνια ως “Γραμμάτια Πιστοποίησης Εργασίας”, κάτι σαν ένα δωρεάν χρήμα, διότι δεν είχαν αντίκρισμα σε χρυσό, απλά αναγνώριζαν την παροχή έργου προς την Κοινότητα. Κόπηκαν χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας στα 1, 5 και 10 σελίνια.


Τα χρήματα του Wörgl

Στις 31 Ιουλίου 1932 δόθηκαν τα πρώτα 1.800 Σελίνια για να πληρωθούν οι μισθοί των εργαζομένων, και η αξία των υλικών που αναλώθηκαν τον πρώτο μήνα στα δημοτικά έργα. Οι άνθρωποι που πήραν αυτά τα νέα σελίνια, μπορούσαν να πληρώσουν τους δημοτικούς τους φόρους, αλλά και να αγοράσουν ψωμί. Ο αρτοποιός παίρνοντας αυτά τα σελίνια μπορούσε να αγοράζει αλεύρι από τον μυλωνά. Ο μυλωνάς αγόραζε σιτάρι από τον γεωργό. Ο γεωργός αγόραζε εργαλεία από τον σιδερά. Ο σιδεράς αγόραζε παπούτσια από τον τσαγκάρη. Ο τσαγκάρης πλήρωνε τον δάσκαλο που έκανε μάθημα στα παιδιά του. Ο δάσκαλος αγόραζε ψωμί στον αρτοποιό. Και ο κύκλος κυκλοφορίας του χρήματος επαναλαμβανότανε συνεχώς και καθημερινά, σε τέτοιο σημείο ώστε ήδη την τρίτη μέρα, ο κύκλος εργασιών ολόκληρης της πόλης να είναι παραπάνω από 10πλάσιος από τα 1.800 σελίνια που δόθηκαν στη κυκλοφορία σε σημείο το να υποπτεύονται κάποιοι ότι κάποια σελίνια είχαν πλαστογραφηθεί. Ο Δήμαρχος όμως είχε εφαρμόσει μία πρόσθετη μέθοδο για να κάνει το χρήμα να αλλάζει συνεχώς χέρια με μεγάλη ταχύτητα:

Τα χρήματα του Wörgl έχαναν το 1% της ονομαστικής τους αξίας κάθε μήνα. Για να αποφευχθεί αυτή η υποτίμηση ο ιδιοκτήτης του γραμματίου το δαπανούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ειδάλλως, την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα, έπρεπε να αγοράσει ένα κουπόνι σαν γραμματόσημο, με αξία το 1% της ονομαστικής αξίας και να το κολλήσει στο χαρτονόμισμα. Υπήρχε δηλαδή μία λειτουργία αντίθετη από τον τοκισμό, που επέτρεπε στο χρήμα να κυκλοφορεί συνεχώς.

Ο Δήμαρχος φυσικά δεν μπορούσε να προσλάβει όλους τους ανέργους της πόλης για τα δημοτικά έργα. Με την αύξηση του κύκλου εργασιών της πόλης όμως, ο αρτοποιός για παράδειγμα δεν προλάβαινε μόνος του να βγάζει τα ψωμιά που του ζητούσαν, υποχρεώθηκε λοιπόν να προσλάβει έναν βοηθό, τον οποίον πλήρωνε με τα σελίνια του Δήμου. Το ίδιο κάνανε και οι υπόλοιποι επαγγελματίες. Οι βοηθοί που προσλήφθηκαν όμως διευρύνανε την αγοραστική δύναμη της πόλης και έτσι οι επαγγελματίες είχαν να αντιμετωπίσουν μία περαιτέρω αύξηση της ζήτησης, σε σημείο που κανένας κάτοικος της πόλης να είναι άνεργος, αλλά αντίθετα να υπάρχουν παντού αγγελίες ζήτησης προσωπικού. Έτσι το σύστημα αρχίζει να αποκτάει μία δυναμική μορφή, και οι άνεργοι από τα γύρω χωριά έρχονται για να δουλέψουν στο Wörgl, επίσης οι παραγωγοί από τα γύρω χωριά που είχαν τα προϊόντα τους απούλητα (διότι μέχρι τώρα κανείς δεν είχε χρήματα για να τα αγοράσει) επιτέλους βρήκαν αγοραστές στο Wörgl, αλλά με τους νέους επισκέπτες διευρύνεται ακόμα περαιτέρω η αγοραστική δύναμη, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η παραγωγική δραστηριότητα. Οι ξένοι εργάτες παίρνοντας τα σελίνια του Wörgl, δυνάμωναν και τις δικές τους τοπικές οικονομίες, επεκτείνοντας την ανάπτυξη στα γύρω χωριά, αλλά το ίδιο το Wörgl έβγαινε αλώβητο, από αυτή την έξοδο του χρήματος. Ο Δήμαρχος είχε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα: Ήταν αυτός που εκτύπωνε το χρήμα. Δεν ήταν ένας ιδιώτης τραπεζίτης με σκοτεινά συμφέροντα κυριαρχίας από πίσω του, αλλά ένας άνθρωπος στην υπηρεσία των πολιτών.

Η πίσω όψη κάθε γραμματίου περιείχε αυτολεξεί την ακόλουθη συγκινητική δήλωση, κάποια λόγια που φαίνονται σαν να γράφτηκαν σήμερα, και όμως γράφτηκαν το 1932:

«Προς όλους τους ενδιαφερόμενους: Ο αργός ρυθμός που κυκλοφορεί το χρήμα έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή ύφεση του εμπορίου και βύθισε εκατομμύρια ανθρώπους σε απόλυτη εξαθλίωση. Από οικονομικής απόψεως, η καταστροφή του κόσμου άρχισε! -Είναι καιρός, με αποφασιστική και έξυπνη δράση, να προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε την πτωτική βουτιά του εμπορίου και έτσι να σωθεί η ανθρωπότητα από αδελφοκτόνους πολέμους, χάος και διάλυση. Οι άνθρωποι ζουν μέσα από την ανταλλαγή υπηρεσιών τους.


Η υποτονική κυκλοφορία έχει σταματήσει σε μεγάλο βαθμό αυτή την ανταλλαγή και έτσι ρίχνονται εκατομμύρια άνθρωποι που θέλουν να εργαστούν εκτός εργασίας – Πρέπει, συνεπώς, να αναβιώσουμε αυτή την ανταλλαγή υπηρεσιών και έτσι οι άνεργοι να επιστρέψουν στην παραγωγική τάξη. Αυτός είναι ο στόχος του πιστοποιητικού εργασίας που εκδίδεται από την αγορά της πόλης του Wörgl: Να μειώσει τα βάσανα και το φόβο, να προσφέρει δουλειά και ψωμί».


Η επιτυχία του Wörgl

Σε περίοδο 13 μηνών, ο Δήμαρχος εκτέλεσε όλα τα έργα που είχε σχεδιάσει: Ύδρευση, δρόμοι, φωτισμός. Επίσης κατασκευάστηκαν νέα δημόσια κτίρια, ένας ταμιευτήρας νερού, μία πίστα για σκι, και μια γέφυρα. Επίσης έγιναν αναδασώσεις, γιατί αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι του τότε, που ζούσαν πιο κοντά στη Φύση, το μελλοντικό κέρδος από την ύπαρξη των Δασών.

Σε έξι γειτονικά χωριά επεκτάθηκε το σύστημα με επιτυχία. Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Eduard Dalladier, έκανε μια ειδική επίσκεψη για να δει το “θαύμα του Wörgl”. Τον Ιανουάριο του 1933, το νέο οικονομικό σύστημα επεκτείνεται στη γειτονική πόλη της Kirchbühl, και τον Ιούνιο του 1933, ο Δήμαρχος του Wörgl συναντήθηκε με εκπροσώπους από 170 διαφορετικές πόλεις της Αυστρίας που ενδιαφέρονταν για την γενικευμένη εφαρμογή του συστήματος και στις πόλεις τους.


Η παρακάτω έκθεση συντάχθηκε από τον Claude Bourdet, έναν αυτόπτη μάρτυρα Καθηγητή του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης:

«Επισκέφθηκα το Wörgl τον Αύγουστο του 1933, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έναρξη του πειράματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα αποτελέσματα φτάνουν το θαύμα. Οι δρόμοι, περιβόητοι για την άθλια κατάσταση τους, συναγωνίζονται τώρα την ιταλική Autostrade (Ιταλική Εθνική Οδό). Το Συγκρότημα των Δημαρχιακών γραφείων έχει ανακαινιστεί όμορφα ως ένα γοητευτικό σαλέ με ανθισμένες γλαδιόλες. Μια νέα τσιμεντένια γέφυρα φέρει περήφανα την πλάκα: “Χτισμένο με δωρεάν χρήματα το έτος 1933″. Παντού βλέπει κανείς νέους φανοστάτες στους δρόμους, καθώς και ένα δρόμο με το όνομά του Silvio Gesell. Οι εργαζόμενοι στα πολλά εργοτάξια είναι όλοι ένθερμοι υποστηρικτές του συστήματος του δωρεάν χρήματος. Στα καταστήματα τα γραμμάτια είναι αποδεκτά παντού, παράλληλα με τα επίσημα χρήματα. Οι τιμές δεν έχουν αυξηθεί.

Κάποιοι υποστήριξαν ότι το σύστημα που πειραματίστηκε στο Wörgl εμποδίζει την φορολογική ισότητα, γιατί ενεργεί σαν μία μορφή εκμετάλλευσης του φορολογουμένου. Φαίνεται να υπάρχει ένα μικρό λάθος σε αυτό τον τρόπο σκέψης. Ποτέ στο παρελθόν δεν είδε κανείς τους φορολογούμενους να μη διαμαρτύρονται έντονα κατά την αφαίρεση των χρημάτων τους. Στο Wörgl κανείς δεν διαμαρτύρονταν. Αντίθετα, οι φόροι (σε μορφή γραμματίων) καταβάλλονται εκ των προτέρων στον Δήμο. Οι άνθρωποι είναι ενθουσιασμένοι με το πείραμα και διαμαρτύρονται στην Εθνική τους Τράπεζα η οποία αντιτίθεται στην έκδοση των νέων αυτών χαρτονομισμάτων (των τοπικών γραμματίων).

Είναι αδύνατο να αποδώσει κανείς τη γενική βελτίωση του Wörgl μόνο στη «νέα μορφή των φόρων». Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με το Δήμαρχο ότι το νέο νόμισμα εκτελεί τη λειτουργία του πολύ καλύτερα από το παλιό. Αφήνω στους ειδικούς για να διαπιστωθεί αν υπάρχει πληθωρισμός, παρά την κατά 100% κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Παρεμπιπτόντως, αυξήσεις των τιμών, το πρώτο σημάδι του πληθωρισμού, δεν εμφανίζονται. Όσον αφορά την οικονομία, μπορούμε να πούμε ότι το νέο νόμισμα ευνοεί την εξοικονόμηση κατά κυριολεξία και όχι την αποθησαύριση του χρήματος. Δεδομένου ότι τα χρήματα χάνουν την αξία τους κρατώντας τα σπίτι, μπορεί κανείς να αποφύγει την υποτίμηση αυτή επενδύοντάς τα σε μία τράπεζα καταθέσεων. Το Wörgl έχει γίνει ένα είδος προσκυνήματος για τους μακρο-οικονομολόγους από διάφορες χώρες. Ο καθένας μπορεί να τους αναγνωρίσει αμέσως, από τις εκφράσεις τους, κατά τη συζήτηση τους στους όμορφους δρόμους του Wörgl, ή ενώ κάθονται στα τραπέζια των εστιατορίων. Ο πληθυσμός του Wörgl με χαρά, περήφανος για τη φήμη τους, τους καλωσορίζει θερμά.»


Το τέλος

Η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας πανικοβλήθηκε, στο ενδεχόμενο το πείραμα του Wörgl να επεκταθεί σε όλη την Αυστρία και αποφάσισε να διεκδικήσει τα μονοπωλιακά δικαιώματα της, απαγορεύοντας δωρεάν νομίσματα. Η υπόθεση έφτασε ενώπιον του Αυστριακού Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο επικύρωσε το μονοπωλιακό δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας για την έκδοση νομίσματος. Και έγινε ποινικό αδίκημα η έκδοση “νομίσματος έκτακτης ανάγκης”. Το Wörgl γρήγορα επανήλθε στην ανεργία του 30%.

Κοινωνική αναταραχή εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Αυστρία, διότι οι απλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνανε γιατί η Κυβέρνησή τους και η Δικαιοσύνη, που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών, δεν τους αφήνει να εξασκούν τη δοκιμασμένη λύση που βρήκανε στην αντιμετώπιση της ύφεσης, αλλά τους επιβάλει τα δικά της μέτρα που αποδεδειγμένα όπως και πριν τους ξαναβύθισε στη φτώχεια και την ανέχεια. Το 1938 ο Χίτλερ προχώρησε στην προσάρτηση της Αυστρίας (χωρίς να βρει την παραμικρή πολεμική αντίσταση) με έναν από τους λόγους για αυτό, το ότι πολλοί άνθρωποι τον είδαν ως τον οικονομικό και πολιτικό σωτήρα τους.
Ακολούθησε ο Πόλεμος, και το πείραμα του Wörgl έμεινε στην Ιστορία.

πηγή  www.ramnousia.com
μέσω logia-starata.blogspot.com

Το Αυθεντικόν...

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Almiro Fistiki. Από το Blogger.

ΠΛΑΚΟΛΟΓΙΟΝ

BLOGS

Αναφορά κατάχρησης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Η Σελίδα μας στο Facebook

Αχόρταγος

ΣΤΗ...ΤΥΧΗ!

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ