Ένας παππούς σε κάποια επαρχία, βρίσκεται στο μπαρ του χωριού του και μιλάει με έναν νεαρό.
- "Γιε μου, κοίταξε εκεί κάτω στο χωράφι. Βλέπεις αυτήν την μάντρα;
Κοίτα πόσο καλά είναι φτιαγμένη. Εγώ την έφτιαξα αυτή την μάντρα.
Πέτρα - πέτρα. Με τα χέρια τούτα εδώ που βλέπεις. Δούλεψα για μήνες.
Αλλά έχεις ακούσει κανέναν να με αποκαλεί 'ο Μπαρμπαγιάνης ο χτίστης μαντρών'; Όχι."
Ο γέρος έδειξε με το βλέμμα του προς το μπαρ του μαγαζιού.
- "Κοίτα αυτό το μπαρ. Βλέπεις πόσο καλοφτιαγμένη είναι η μπάρα; Πόσο λείο είναι το ξύλο. Εγώ το έφτιαξα αυτό όλο που βλέπεις. Πλάνισα το ξύλο με τα χέρια μου στο δικό μου εργαστήρι. 15 μέρες μου πήρε να το
φτιάξω έτσι όπως το βλέπεις. Έχεις, όμως, ακούσει κανέναν να με
αποκαλεί 'ο Μπαρμπαγιάννης ο κατασκευαστής μπαρ'; Όχι φυσικά."
Μετά οδηγεί τον νεαρό στο παράθυρο και του δείχνει εκεί έξω...
- "Κοίταξε, εκεί προς την θάλασσα. Βλέπεις εκείνη την αποβάθρα που
φτάνει μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι; Εγώ την έφτιαξα με τον ιδρώτα
μου. Κάρφωσα τις σανίδες μία μία. Δύο μήνες δούλεψα για την αποβάθρα
αυτή. Άκουσες κανέναν να με αποκαλεί 'ο Μπαρμπαγιάννης ο κατασκευαστής
αποβάθρων'; Και βέβαια όχι."
Τότε ο γέρος κοιτάζει γύρω του νευρικά, προσπαθώντας να δει ότι
κανένας δεν τους προσέχει και λέει:
- "Και μετά.... Πηδάς μια κατσίκα και....."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου